- γαμπρολογώ
- Ι. 1. παντρεύω2. αρραβωνιάζωII. γαμπρολογούμαι ή -γιέμαι1. γαμπρίζω*2. θέλω να παντρευτώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαμπρός + -λογώ (πρβλ. βλαστολογώ, βοτανολογώ, γαριδολογώ, καβουρολογώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαμπρολογώ — αναζητώ γαμπρό ή νύφη, ερωτοτροπώ: Οι κοπέλες μαζεύονται στην πλατεία του χωριού και γαμπρολογούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)